- φωτομετρικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτομετρία («φωτομετρικός θάλαμος»).επίρρ...φωτομετρικώς και φωτομετρικά Νμε φωτομετρικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ηρ. Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.